- Ο, ο
- (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με μικρές παραλλαγές, σε όλα τα αρχαία αλφάβητα. Στο αρχαιότερο κρητικό αλφάβητο απαντά και το σχήμα  και στα παλαιότερα αλφάβητα Κορίνθου, Αργολίδας, Αλικαρνασσού το σχήμα . Περισσότερο ιδιόμορφα γραφόταν στην Ήλιδα: , , , ενώ στη Μίλητο γραφόταν ανοιχτό προς τα κάτω: . Παραλλαγή του μιλησιακού 0 είναι πιθανότατα το Ω που άρχισε να χρησιμοποιείται από το 700 π.Χ. στην Ιωνία για να παραστήσει τον ανοιχτό φθόγγο . Στο ετρουσκικό αλφάβητο απαντούν τα σχήματα , O, και στο λατινικό Ο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε (όπως και στις νεολατινικές γλώσσες) για το βραχύ όσο και για το μακρό Ο.
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το γράμμα Ο χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την παράσταση των φθόγγων , , που προέρχονταν από τους αντίστοιχους της ινδοευρωπαϊκής μητέρας-γλώσσας: οξύς, όπλον, τόν σπονδον (= των σπονδών). Σε μερικές διαλέκτους, όπως η λεσβιακή, η θεσσαλική, η βοιωτική, η κυπριακή, το ο μπορεί να προέρχεται και από τα υγρά φωνήεντα της ινδοευρωπαϊκής , , στα συμπλέγματα ολ, λο, oρ, ρo. Στις άλλες διαλέκτους τα , , παρέχουν αλ, λα, αρ, ρα: λεσβιακή θροσέως, αττική θρασέως. Εκτός από τα , , το ο χρησιμοποιήθηκε και για την παράσταση της νόθας διφθόγγου ου, δηλαδή του μακρού κλειστού ο που προήλθε από συναίρεση ή αντέκταση: ούτε κατά το κοινο ουτε κατα ιδιτ (= ούτε κατά του κοινού ούτε κατά ιδιώτου, Αττική, 5ος αι. π.Χ.). Αφότου όμως η ου έγινε μονόφθογγος, χρησιμοποιήθηκε η γραφική της παράσταση και για τη γνήσια και για τη νόθα δίφθογγο, ενώ εξάλλου για το  επικράτησε η γραφή Ω. Η εξέλιξη του ο στην αρχαία γλώσσα είναι ανάλογη με του ε, δηλαδή είχε κατά τόπους ανοιχτότερη ή κλειστότερη προφορά, όπως βλέπουμε από τα αποτελέσματα της αντέκτασης: προϊστορική ελληνική κοινή δοντ - ς> δον - ς, ιωνική - αττική δους, αλλά δωρική δως. Στις αχαϊκές διαλέκτους παρατηρείται τροπή του ο των τελικών συλλαβών σε υ (= u): γένοι-τυ, Ονασιγόραυ (= γένοιτο, Ονασιγόραο, κυπριακή). Στην παμφυλιακή έχουμε και μεταγενέστερη γραφή ου: ΔιFίδωρους (= Διίδωρος). Το φαινόμενο απαντά και στη λατινική: equos>equus. To o αναπτύχθηκε στην αρχή πολλών λέξεων που άρχιζαν από υγρό ή ένρινο ή σπανιότερα από κλειστό σύμφωνο: ο-ρέγω, ο-μίχλη, ό-νειδος, ο-δούς, ο-φρύς (προσθετικό ο), αλλά και μέσα σε λέξεις: Επιδορομος (= Επίδρομος, Αττική). Προέρχεται επίσης από ετεροίωση του ε: φέρω, λέγω>φόρος, λόγος, ή αφομοίωση: ερχομενός>ορχομενός, έβδεμος>έβδομος. Πολλές φορές αναπτύσσεται ο στα σύνθετα σε αναλογία με άλλα που έχουν ο στο θέμα τους: κατά το ιπτοτρόφος σχηματίστηκε το ιχθυ-ο-τρόφος, ενώ αντίθετα συχνά συγκόπτεται: θέδωρος, σκόρδον < Θεόδωρος, σκόροδον. Στις αυξήσεις και στους αναδιπλασιασμούς το ο εκτείνεται σε ω, ενώ στις αντεκτάσεις κατά διαλέκτους σε ου, οι, ω: Μοντjα>, ιωνική-αττική Μούσα, αιολική Mοίσα, δωρική Μώσα.
Από φωνητική άποψη το ο είναι φωνήεν ενδιάμεσο, υπερωικό και επειδή κατά την προφορά του προβάλλονται τα χείλη λέγεται στρογγυλό. Στη νέα ελληνική έχει εκλείψει η διάκριση των ο, ο. Μόνο στα βόρεια ιδιώματα έχει κλειστή προφορά (ου): λέου, τρώου. Σε μεγάλη έκταση απαντά επίσης το ο αντί του ε: γιομάτος, γιοφύρι, ροβίθι (από επίδραση των γειτονικών χειλικών μ, π, β, φ) καθώς και στη σύνδεση αντωνυμιών με ρήματα: μόλεγε, σόφερα. Πολλά θηλυκά σε -η της αρχαίας έγιναν ουδέτερα σε -ο: ελάτη, πεύκη > έλατο, πεύκο. Επίσης ο απαντά ως κατάληξη σύνθετων από ονόματα σε -α, -η, -ι: νύχτα-μερόνυχτ-ο, βροχή - απόβροχ-o, σκυλί- παλιόσκυλ-ο. Ήδη από τον 3o αι. π.Χ. απαντά και η συγκοπή του ο στην κατάληξη -ιόν: παιδίον > παιδίν > παιδί, νησίον νησίν > νησί. Αποβλήθηκε τέλος το ο από την αρχή μερικών λέξεων: όνυξ > ονύχιον > νύχι, οψάριον > ψάρι.
Dictionary of Greek. 2013.